ἄγαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγαν < ἄγη και δωρικός τύπος ἄγα (θαυμασμός)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἄγαν πολύ, λίαν, πάρα πολύ, υπέρ το δέον, πιο πολύ από το κανονικό

μηδέν ἄγαν (γνωμικό: σε τίποτα μην ξεπερνάς το μέτρο)
ἄγαν βαρύς
πιθανὸς ἄγαν
ἄγαν ἐλευθερία
εἰς ἄγαν δουλείαν


Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]