ἄγαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἄγαν πολύ, λίαν, πάρα πολύ, υπέρ το δέον, πιο πολύ από το κανονικό
- μηδέν ἄγαν (γνωμικό: σε τίποτα μην ξεπερνάς το μέτρο)
- ἄγαν βαρύς
- πιθανὸς ἄγαν
- ἡ ἄγαν ἐλευθερία
- εἰς ἄγαν δουλείαν