ἦμαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἦμαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἦμαρ ουδέτερο, τοῦ ἤματος και ἆμαρ ἄματος

... αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. Οδύσσεια, ραψωδία Α, στίχος 9.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ἐπ' ἤματι: για μια μέρα ή, αλλού, καθημερινά
  • ἐπ' ἦμαρ: στη διάρκεια της ημέρας, εν καιρώ ημέρας
  • κατ' ἦμαρ: κάθε μέρα, καθημερινά αλλά και σήμερα
  • παρ' ἦμαρ: μέρα παρά μέρα
  • τὸ κατ᾽ ἆμαρ: ο επιούσιος
  • ἰν ἄματα πάντα: στο διηνεκές
  • ἒσσεται ἦμαρ: θα έλθει η μέρα αυτουνού
  • μέσον ήμαρ: μεσημέρι
  • δείελον ήμαρ: απόγευμα, δειλινό
  • νηλεὲς ἦμαρ

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. στον Όμηρ., με επίρρ., λέγεται για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάφορες συνθήκες • αίσιμον, ολέθριον, μόρσιμον, νηλεές ήμαρ, ημέρα της μοίρας, του θανάτου, σε Όμηρ. Ιλ.• ελεύθερον, δούλιον, αναγκαίον ήμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της δουλείας, στο ίδ.• νόστιμον ήμαρ, κ.λ.π.
  2. χρησιμοποιείται για τις εποχές του έτους, ήματ' οπωρινώ, ήματι χειμερίω, σε Όμηρ. Ιλ.

Συγγενικά[επεξεργασία]