ὄνυξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀνῠχ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ὄνυξ | οἱ | ὄνυχες | |
γενική | τοῦ | ὄνυχος | τῶν | ὀνύχων | |
δοτική | τῷ | ὄνυχῐ | τοῖς | ὄνυξῐ(ν) & επικός:ὀνύχεσσι(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ὄνυχᾰ | τοὺς | ὄνυχᾰς | |
κλητική ὦ! | ὄνυξ | ὄνυχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄνυχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνύχοιν | |||
Η δοτική πληθυνικού -εσσι στον Όμηρο, μόνο για τα νύχια αετού. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄνυξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃negʰ- (νύχι) (συγγενές με το λατινικό unguis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄνυξ αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εἰς ἄκρους τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο (ὁ οἶνος)
- ἐκ κορυφῆς εἰς ἄκρους ὄνυχας
- ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων
- ἐξ ὀνύχων
- ἐξ ὀνύχων λέοντα (τεκμαίρεσθαι): εξ όνυχος τον λέοντα
- ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι
- ὄνυχας ἐπ’ ἄκρους στάς
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὄνυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνυξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αρχαία ελληνικά)
- Ορυκτολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)