Ησίοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ησίοδος οι Ησίοδοι
      γενική του Ησίοδου
Ησιόδου
των Ησίοδων
Ησιόδων
    αιτιατική τον Ησίοδο τους Ησίοδους
Ησιόδους
     κλητική Ησίοδε Ησίοδοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ησίοδος < αρχαία ελληνική Ἡσίοδος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈsi.o.ðos/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ησίοδος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]