Ιβοριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιβοριανός < (άμεσο δάνειο) αγγλική Ivorian < γαλλική Côte d'Ivoire < côte + d' + ivoire
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιβοριανός αρσενικό (θηλυκό Ιβοριανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ακτή Ελεφαντοστού ή έχει ιβοριανή υπηκοότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)