ΚΤΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ΚΤΕ <  : Κοινωνία Των Εθνών
  2. ΚΤΕ <  : Κοινοβουλευτικός Τομέας Εργασίας

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΚΤΕ θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. Η Κοινωνία των Εθνών, διεθνής οργανισμός για τη διαφύλαξη της ειρήνης μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΚΤΕ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. κοινοβουλευτικός τομέας ελέγχου