Λιοπεσιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λιοπεσιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λιοπεσιώτισσα οι Λιοπεσιώτισσες
      γενική της Λιοπεσιώτισσας των Λιοπεσιωτισσών
    αιτιατική τη Λιοπεσιώτισσα τις Λιοπεσιώτισσες
     κλητική Λιοπεσιώτισσα Λιοπεσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λιοπεσιώτισσα < Λιοπεσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎo.peˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιο‐πε‐σιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λιοπεσιώτισσα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λιοπεσιώτης