Νικοπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Νικοπολίτης < Νικόπολ(η) + -ίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νικοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Νικοπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Νικόπολη ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νικοπολίτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νικοπολίτης | οι | Νικοπολίτηδες |
γενική | του | Νικοπολίτη* | των | Νικοπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Νικοπολίτη | τους | Νικοπολίτηδες |
κλητική | Νικοπολίτη | Νικοπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Νικοπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Νικοπολίτης < πατριδωνυμικό Νικοπολίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νικοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Νικοπολίτη ή Νικοπολίτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)