ΟΝΕΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΟΝΕΚ <  : Οργάνωση Νέων Ένωσης Κέντρου


Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΟΝΕΚ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο