Ουρανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Οὐρανία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ουρανία οι Ουρανίες
      γενική της Ουρανίας
    αιτιατική την Ουρανία τις Ουρανίες
     κλητική Ουρανία Ουρανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουρανία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Οὐρανία < οὐράνιος < οὐρανός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.ɾaˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ου‐ρα‐νί‐α
Η μούσα Ουρανία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ουρανία θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα της αστρονομίας
  2. γυναικείο όνομα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]