Πέτρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πέτρος, Πετρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πέτρος οι Πέτροι
      γενική του Πέτρου των Πέτρων
    αιτιατική τον Πέτρο τους Πέτρους
     κλητική Πέτρο Πέτροι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πέτρος < αρχαία ελληνική Πέτρος < πέτρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πέτρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (χριστιανισμός) βιβλίο της Βίβλου που περιέχει δύο επιστολές:
    • Α΄ Πέτρου: 5 κεφάλαια;
    • Β΄ Πέτρου: 3 κεφάλαια.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]