Πικερμιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ceɾˈmɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐κερ‐μιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πικερμιώτης αρσενικό (θηλυκό Πικερμιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Ντράφι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πικερμιώτης
|