Ρεβυθούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρεβυθούσα οι Ρεβυθούσες
      γενική της Ρεβυθούσας των Ρεβυθουσών
    αιτιατική τη Ρεβυθούσα τις Ρεβυθούσες
     κλητική Ρεβυθούσα Ρεβυθούσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρεβυθούσα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /re.viˈθu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρε‐βυ‐θού‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ρεβυθούσα θηλυκό

  • νησίδα του Σαρωνικού
    ※  «Φρένο» στις εισαγωγές LNG βάζει η πρόταση της ΡΑΕ για τον κανονισμό τιμολόγησης του δικτύου φυσικού αερίου, ανατρέποντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας για την ευρύτερη περιοχή και στερώντας από τις ελληνικές επιχειρήσεις μια φθηνή πηγή ενέργειας. (Χρύσα Λιάγγου, Αυξήσεις-φωτιά στις χρεώσεις της Ρεβυθούσας από τη ΡΑΕ, Η Καθημερινή, 22 Μαΐου 2019)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]