Τζώνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τζώνης | οι | Τζώνηδες |
γενική | του | Τζώνη | των | Τζώνηδων |
αιτιατική | τον | Τζώνη | τους | Τζώνηδες |
κλητική | Τζώνη | Τζώνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τζώνης < (άμεσο δάνειο) αγγλική Johnny ή Johnnie + -ς για την ελληνική κλίση. Δείτε Ιωάννης / Γιάννης.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τζώνης αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (παρωχημένο) παρωνύμιο του Βρετανού στρατιώτη και, γενικότερα, του στρατιώτη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας
- ※ Τρεις μεθυσμένοι Τζώνηδες μπροστά στο φούρνο του Καράκιοϊ θέλουν να δείρουν το μπουγατσατζή γιατί δεν έχει ουίσκι
- Μαρία Ιορδανίδου, Διακοπές στον Καύκασο. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 141989, ISBN 960-05-0185-8, σ. 14.
- ※ Τζωρτζ ονόμαζαν οι Βρεταννοί, χωρίς διάκριση, όλους τους Έλληνες στρατιώτες. Αυτοί πάλι, σύμφωνα με την παράδοση, φώναζαν τους συμμάχους τους Τζώνηδες
- Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και οδοιπόροι τ. Α΄: «Ιερά Οδός» [1950/1966]. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 112012, ISBN 960-05-0824-0, σ. 94.
- ※ Τρεις μεθυσμένοι Τζώνηδες μπροστά στο φούρνο του Καράκιοϊ θέλουν να δείρουν το μπουγατσατζή γιατί δεν έχει ουίσκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τζώνης
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τζώνης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τζώνης αρσενικό (θηλυκό Τζώνη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Βαμβακάρης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)