Τογκολέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τογκολέζος < Τόγκο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τογκολέζος αρσενικό (θηλυκό Τογκολέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Τόνγκο ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τογκολέζος
|