Τουρκοχριστιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τουρκοχριστιανός οι Τουρκοχριστιανοί
      γενική του Τουρκοχριστιανού των Τουρκοχριστιανών
    αιτιατική τον Τουρκοχριστιανό τους Τουρκοχριστιανούς
     κλητική Τουρκοχριστιανέ Τουρκοχριστιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τουρκοχριστιανός < Τούρκος + χριστιανός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Τουρκοχριστιανός αρσενικό, συνχνά στον πληθυντικό

  1. (ιστορία, παρωχημένο) χαρακτηρισμός για εκείνους τους Έλληνες τοπικούς άρχοντες, προεστούς, κατά την Τουρκοκρατία οι οποίοι μιμούνταν τους τρόπους των Τούρκων και φέρονταν σκληρά, ως πραγματικοί δυνάστες, στους ομόθρησκους / ομοεθνείς τους χωρικούς που είχαν υπό την εξουσία τους στο πλαίσιο της κοινοτικής διοίκησης[1]
    → δείτε και τις λέξεις τουρκογέροντας και τουρκολάτρης[2]
  2. (ιστορία, θρησκεία) χριστιανός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που φαινομενικά μόνο, για λόγους σκοπιμότητας ή από εξωτερική πίεση, ασπάστηκε τη μωαμεθανική θρησκεία(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (θηλυκό Τουρκοχριστιανή)
    → δείτε και τη λέξη κρυπτοχριστιανός
  3. (ιστορία, εθνικό όνομα) τουρκόφωνος ορθόδοξος χριστιανός(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (θηλυκό Τουρκοχριστιανή)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • γράφεται και με πεζό αρχικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 16.
  2. Κόκκινος, ό.π., σ. 42 & 47 αντίστοιχα.