Τρικεράτοπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τρικεράτοπας < καθαρεύουσα Τρικεράτωψ < νεολατινική Triceratops < αρχαία ελληνική τρι- + κέρατο + ὤψ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
†Τρικεράτοπας αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: μεγάλος φυτοφάγος δεινόσαυρος, που έζησε κατά την Ύστερη Κρητιδική περίοδο στη Βόρεια Αμερική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τρικεράτοπας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Δεινόσαυροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)