Τριποδίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Τριποδίσκος
      γενική του Τριποδίσκου
    αιτιατική τον Τριποδίσκο
     κλητική Τριποδίσκο
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τριποδίσκος < αρχαία ελληνική Τριποδίσκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾi.poˈði.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐πο‐δί‐σκος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τριποδίσκος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τριποδίσκος
      γενική τοῦ Τριποδίσκου
      δοτική τῷ Τριποδίσκ
    αιτιατική τὸν Τριποδίσκον
     κλητική ! Τριποδίσκε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τριποδίσκος < τρίπους

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τριποδίσκος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]