Τρουμπάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τρουμπάρι | τα | Τρουμπάρια |
γενική | του | Τρουμπαρίου | των | Τρουμπαρίων |
αιτιατική | το | Τρουμπάρι | τα | Τρουμπάρια |
κλητική | Τρουμπάρι | Τρουμπάρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τρουμπάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾumˈba.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρου‐μπά‐ρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τρουμπάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λόφοι της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Λόφοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)