Τσικνοπέμπτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσικνοπέμπτη οι Τσικνοπέμπτες
      γενική της Τσικνοπέμπτης
    αιτιατική την Τσικνοπέμπτη τις Τσικνοπέμπτες
     κλητική Τσικνοπέμπτη Τσικνοπέμπτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσικνοπέμπτη < τσίκν(α) + -ο- + Πέμπτη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡si.knoˈpem.pti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐κνο‐πέμ‐πτη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσικνοπέμπτη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]