Τσιριγώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσιριγώτισσα < Τσιριγώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈɣo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐ρι‐γώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσιριγώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τσιριγώτης
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τσιριγώτικος
- → και δείτε τη λέξη Τσιρίγο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τσιριγώτης
Τσιριγώτισσα
|