ΦΚΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΦΚΠ < Φόρος Καθαράς Προσόδου

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Φ.Κ.Π. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Φόρος Καθαράς Προσόδου