Χαμίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χαμῖτις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χαμίτης οι Χαμίτες
      γενική του Χαμίτη των Χαμιτών
    αιτιατική τον Χαμίτη τους Χαμίτες
     κλητική Χαμίτη Χαμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χαμίτης < απόγονοι του Χαμ: βιβλικό εβραϊκό: Χαμ + -ίτης (μαρτυρείται από το 1866)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Χαμίτης αρσενικό (Χαμίτισσα θηλυκό)

  • (παρωχημένο) λαοί της βόρειας Αφρικής με χαρακτηριστικά της λευκής φυλής, όπως περιγράφηκαν το 19ο αιώνα. Ο όρος συνδέθηκε με θεωρίες φυλετικής υπεροχής. Πλέον χωρίζονται σε διακριτούς κλάδους (εθνολογία, γλωσσολογία}

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Hamites στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)