Χαμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαμίτης | οι | Χαμίτες |
γενική | του | Χαμίτη | των | Χαμιτών |
αιτιατική | τον | Χαμίτη | τους | Χαμίτες |
κλητική | Χαμίτη | Χαμίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Χαμίτης αρσενικό (Χαμίτισσα θηλυκό)
- (παρωχημένο) λαοί της βόρειας Αφρικής με χαρακτηριστικά της λευκής φυλής, όπως περιγράφηκαν το 19ο αιώνα. Ο όρος συνδέθηκε με θεωρίες φυλετικής υπεροχής. Πλέον χωρίζονται σε διακριτούς κλάδους (εθνολογία, γλωσσολογία}
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαμιτικός
- χαμιτοσημιτικός
- χαμιστοημτική γλώσσα (γλωσσολογία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Hamites στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)