άβολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβολος η άβολη το άβολο
      γενική του άβολου της άβολης του άβολου
    αιτιατική τον άβολο την άβολη το άβολο
     κλητική άβολε άβολη άβολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβολοι οι άβολες τα άβολα
      γενική των άβολων των άβολων των άβολων
    αιτιατική τους άβολους τις άβολες τα άβολα
     κλητική άβολοι άβολες άβολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άβολος < από το α- στερητικό και το βολή

Επίθετο[επεξεργασία]

άβολος, -η, -ο

  1. που δεν είναι βολικός
    αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος
  2. που δεν εξυπηρετεί
    δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο
  3. δύστροπος, δύσκολος
    άβολος άνθρωπος
  4. (για πουλάρια) που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα (νεογιλά) δόντια του, ή που δεν αλλάζει πλέον δόντια, λόγω ηλικίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]