άγνωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγνωστος | η | άγνωστη | το | άγνωστο |
γενική | του | άγνωστου | της | άγνωστης | του | άγνωστου |
αιτιατική | τον | άγνωστο | την | άγνωστη | το | άγνωστο |
κλητική | άγνωστε | άγνωστη | άγνωστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγνωστοι | οι | άγνωστες | τα | άγνωστα |
γενική | των | άγνωστων | των | άγνωστων | των | άγνωστων |
αιτιατική | τους | άγνωστους | τις | άγνωστες | τα | άγνωστα |
κλητική | άγνωστοι | άγνωστες | άγνωστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγνωστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + γνωστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣno.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γνω‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
άγνωστος, -η, -ο
- που δεν είναι γνωστός
- (νομικός όρος) διάδικος ή μάρτυς αγνώστου διαμονής, ή διαθέτης ή κληρονόμος αγνώστων στοιχείων
- (ανακριτική) οποιοδήποτε άτομο όπου η εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητάς του καθίσταται αδύνατη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γνωρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μη γνωστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγνωστος αρσενικό, άγνωστη θηλυκό
- κάποιος άνθρωπος που δεν τον γνωρίζουμε· ένας ξένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)