άθραυστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άθραυστος < αρχαία ελληνική ἄθραυστος < ἀ- στερητικό + θραύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
άθραυστος, -η, -ο
- που δεν σπάει
- άθραυστο γυαλί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άθραυστος