άπυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπυρος η άπυρη το άπυρο
      γενική του άπυρου της άπυρης του άπυρου
    αιτιατική τον άπυρο την άπυρη το άπυρο
     κλητική άπυρε άπυρη άπυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπυροι οι άπυρες τα άπυρα
      γενική των άπυρων των άπυρων των άπυρων
    αιτιατική τους άπυρους τις άπυρες τα άπυρα
     κλητική άπυροι άπυρες άπυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άπυρος < στερ. α- + πυρ

Επίθετο[επεξεργασία]

άπυρος -η -ο

  • αυτό που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, άψητο, άβραστο, κυρίως για αγγεία που δεν ψήθηκαν στη φωτιά, χρυσός άπυρος, άπυρο μέλι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]