άφιξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άφιξη οι αφίξεις
      γενική της άφιξης* των αφίξεων
    αιτιατική την άφιξη τις αφίξεις
     κλητική άφιξη αφίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άφιξη < αρχαία ελληνική ἄφιξις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άφιξη θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του αφικνούμαι, το να φτάνει κάποιος σ'έναν τόπο ερχόμενος από αλλού· λέγεται για ανθρώπους, εμπορεύματα και συγκοινωνιακά μέσα
στο αεροδρόμιο υπάρχει πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]