έγκατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | έγκατα | ||
γενική | των | εγκάτων | ||
αιτιατική | τα | έγκατα | ||
κλητική | έγκατα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγκατα < αρχαία ελληνική ἔγκατα (εντόσθια, σωθικά), αβέβαιου ετύμου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγκατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα πολύ σκοτεινά μέρη που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός χώρου και σε πολύ μεγάλο βάθος
- οι ανθρακωρύχοι δούλευαν στα έγκατα της γης
- στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έγκατα