έδικτον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έδικτον < λατινική edictum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έδικτον ουδέτερο