έκβρασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκβρασμα τα εκβράσματα
      γενική του εκβράσματος των εκβρασμάτων
    αιτιατική το έκβρασμα τα εκβράσματα
     κλητική έκβρασμα εκβράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκβρασμα < εκ + βράζω + -σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκβρασμα ουδέτερο

  1. αυτό που βγαίνει μετά το βρασμό
    Εις μάτην ο Πάπας προσεκάλει όλον τον κόσμον και ιδίως την Ενετίαν να καταπολεμήση τους πειρατάς αυτούς, τους νίους αυτούς τού ολέθρου, το έκβρασμα τούτο της ανθρωπότητος, το οποίον εκαλείτο εταιρεία, (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Παπαρρηγόπουλος, 1874)
    ο πανδοχεύς έχάρισε προθύμως εις τον ξένον του παλαιόν τι λαδικόν από κασσίτερον, όπου ο Δον Κιχώτης μετεκένωσε το έκβρασμα (Δον Κιχώτης, Ο Μαγκήσιος, μετάφραση Ισιδώρου Σκυλίσση, 1864, σελ. 55)


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]