έμμετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμμετρα < έμμετρ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
έμμετρα
- με έμμετρο τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμμετρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έμμετρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έμμετρος