έμπνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έμπνευση | οι | εμπνεύσεις |
γενική | της | έμπνευσης* | των | εμπνεύσεων |
αιτιατική | την | έμπνευση | τις | εμπνεύσεις |
κλητική | έμπνευση | εμπνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμπνευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμπνευ(σις) (φύσημα) + -ση ( < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew-), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspiration.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + πνεύση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈem.bnef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπνευ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : έμ‐πνευ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμπνευση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του εμπνέω: ξαφνική, ασυνείδητη ιδέα, για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου ή τη δημιουργία έργου τέχνης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμπνευση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ έμπνευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)