ίασπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίασπις < αρχαία ελληνική ἴασπις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίασπις αρσενικό ή θηλυκό
- ημιπολύτιμος λίθος, που αποτελεί αδιαφανή μορφή χαλαζία