ίζμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίζμπα | οι | ίζμπες |
γενική | της | ίζμπας | — | |
αιτιατική | την | ίζμπα | τις | ίζμπες |
κλητική | ίζμπα | ίζμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίζμπα < ίσμπα με • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίζμπα θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ίσμπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ίζμπα
|