ίπταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίπταμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ίπταμαι ίπτασαι, ίπταται, ιπτάμεθα, ίπτασθε, ίπτανται
- Εύχρηστοι τύποι του ρήματος υπάρχουν μόνο στον ενεστώτα, στον παρατατικό και στη μετοχή παθητικού ενεστώτα (ιπτάμενος)