ίσχνανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίσχνανση οι ισχνάνσεις
      γενική της ίσχνανσης* των ισχνάνσεων
    αιτιατική την ίσχνανση τις ισχνάνσεις
     κλητική ίσχνανση ισχνάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισχνάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίσχνανση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἴσχνανσις < αρχαία ελληνική ἰσχναίνω < ἰσχνός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈis.xnan.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίσ‐χναν‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίσχνανση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]