αβάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβάρα <

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈva.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βά‐ρα

Επιφώνημα[επεξεργασία]

αβάρα!

  • (ναυτικός όρος) παράγγελμα με σημασία: απομάκρυνε! φύγε! στρίβε!
    Το αβάρα!! συνήθως δίδεται από τον «λέμβαρχο» προς τον «πρόκωπο» της λέμβου ή τον κυβερνήτη μικρού περιπολικού σκάφους προς τον ναύτη της πλώρης για την αποφυγή σύγκρουσης με εμπόδιο, βράχο ή άλλο σκάφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβάρα θηλυκό άκλιτο [3]

  1. (ναυτικός όρος) κίνηση προς τα πίσω για αποφυγή εμποδίου ή κινδύνου στις φράσεις
    κάνω αβάρα, βάζω αβάρα
    Κάνε αβάρα με το κουπί!
     συνώνυμα: αβαράρισμα
  2. (εντομολογία, ιδιωματικό) (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Λευκάδα) μεγάλο τσιμπούρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. για την προστακτική: αβαράρωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αβάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. αβάραΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]



Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβάρα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈva.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βά‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβάρα αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]