αβαλσάμωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαλσάμωτος
- που δεν έχει βαλσαμωθεί, που δεν έχει ταριχευτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβαλσάμωτος