αβαλσάμωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαλσάμωτος η αβαλσάμωτη το αβαλσάμωτο
      γενική του αβαλσάμωτου της αβαλσάμωτης του αβαλσάμωτου
    αιτιατική τον αβαλσάμωτο την αβαλσάμωτη το αβαλσάμωτο
     κλητική αβαλσάμωτε αβαλσάμωτη αβαλσάμωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαλσάμωτοι οι αβαλσάμωτες τα αβαλσάμωτα
      γενική των αβαλσάμωτων των αβαλσάμωτων των αβαλσάμωτων
    αιτιατική τους αβαλσάμωτους τις αβαλσάμωτες τα αβαλσάμωτα
     κλητική αβαλσάμωτοι αβαλσάμωτες αβαλσάμωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβαλσάμωτος < α- + βαλσαμώνω + κατάληξη ρηματικού επιθέτου -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αβαλσάμωτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]