αβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβαρής | η | αβαρής | το | αβαρές |
γενική | του | αβαρούς* | της | αβαρούς | του | αβαρούς |
αιτιατική | τον | αβαρή | την | αβαρή | το | αβαρές |
κλητική | αβαρή(ς) | αβαρής | αβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβαρείς | οι | αβαρείς | τα | αβαρή |
γενική | των | αβαρών | των | αβαρών | των | αβαρών |
αιτιατική | τους | αβαρείς | τις | αβαρείς | τα | αβαρή |
κλητική | αβαρείς | αβαρείς | αβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαρής < αρχαία ελληνική ἀβαρής < ἀ- + βάρος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαρής, -ής, -ές
- χωρίς βάρος
- ελαφρύς, ανάλαφρος
- (μεταφορικά) ασύνετος, άμυαλος
- (μεταφορικά) που δεν ενοχλεί