αβγίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγίλα οι αβγίλες
      γενική της αβγίλας
    αιτιατική την αβγίλα τις αβγίλες
     κλητική αβγίλα αβγίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγίλα < αβγ(ό) + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγίλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

→ δείτε τη λέξη  αβγουλίλα