αβγολέμονο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβγολέμονο τα αβγολέμονα
      γενική του αβγολέμονου των αβγολέμονων
    αιτιατική το αβγολέμονο τα αβγολέμονα
     κλητική αβγολέμονο αβγολέμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγολέμονο < αβγό + λεμόνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγολέμονο ουδέτερο

  • (μαγειρική) μείγμα από αβγό και λεμόνι που το χτυπάμε γερά με το πιρούνι και το προσθέτουμε σε σούπες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]