αβγότσουφλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγότσουφλο < αβγό + τσόφλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγότσουφλο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]