αβδέλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αβδέλλα, αβδελλά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβδέλλα οι αβδέλλες
      γενική της αβδέλλας των αβδελλών
    αιτιατική την αβδέλλα τις αβδέλλες
     κλητική αβδέλλα αβδέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβδέλλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀβδέλλα < α- από τη συμπροφορά με αόριστο άρθρο (μια βδέλλα /miavðεla/) και ανασυλλαβισμό /mia avðεla/[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /avˈðε.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβ‐δέλ‐λα
ομόηχο: Αβδέλλα (τοπωνύμιο)
παρώνυμα: Αβδελά, Αβδελλά (γυν. επώνυμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβδέλλα θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]