αβρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τρυφερότητα
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβρότητα < αρχαία ελληνική ἁβρότης < ἁβρός (: λεπτός, τρυφερός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβρότητα θηλυκό
- η λεπτότητα και η διακριτικότητα που συνδυάζονται με ευγένεια στη συμπεριφορά και την ομιλία
- συμπεριφέρθηκε με αβρότητα στους καλεσμένους της