αγάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγάς | οι | αγάδες |
γενική | του | αγά | των | αγάδων |
αιτιατική | τον | αγά | τους | αγάδες |
κλητική | αγά | αγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αγάς < τουρκική ağa < οθωμανική τουρκική آغا
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγάς αρσενικό
- τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
- (συνεκδοχικά) αυτός που κάθεται άνετα, ή ζει άνετα και πλουσιοπάροχα
- στρογγυλοκάθισε στον καναπέ σαν αγάς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αγάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)