αγγειοσυστολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοσυστολή < ἀγγειοσυστολή < ἀγγεῖον + συστολή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοσυστολή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοσυστολή