αγιοδημητριάτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ʝo.ði.miˈtɾi̯a.ti.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο‐δη‐μη‐τριά‐τι‐κο
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐γι‐ο‐δη‐μη‐τρι‐ά‐τι‐κο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- αγιοδημητριάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιοδημητριάτικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγιοδημητριάτικο ουδέτερο
- (λουλούδι) το χρυσάνθεμο
- → δείτε και τη σημασία του πληθυντικού αγιοδημητριάτικα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιοδημητριάτικο
→ δείτε τη λέξη χρυσάνθεμο |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- αγιοδημητριάτικο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγιοδημητριάτικο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αγιοδημητριάτικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγιοδημητριάτικος
Πηγές[επεξεργασία]
- αγιοδημητριάτικο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγιοδημητριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)