αγιόκλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁγιόκλημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιόκλημα τα αγιοκλήματα
      γενική του αγιοκλήματος των αγιοκλημάτων
    αιτιατική το αγιόκλημα τα αγιοκλήματα
     κλητική αγιόκλημα αγιοκλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γιαπωνέζικο αγιόκλημα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιόκλημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιόκλημα με παρετυμολογική σύνδεση προς το ἅγιος < αἰγόκλημα < αἴξ, αἰγ(ός) (κατσίκα) + -ό- + κλῆμα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈʝo.kli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γιό‐κλη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιόκλημα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]