αγκτηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκτηριασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκτηριασμός αρσενικό
- ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων που εφαρμόζεται παραδοσιακά σε κάποιες μουσουλμανικές χώρες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκτηριασμός